Ἀργολικῆς

Ἀργολικῆς
Ἀργολικός
Argolis
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Αργολίδα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα το όνομα αυτό είχε η περιοχή που εκτεινόταν από τον Ισθμό της Κορίνθου έως τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, από τον Σαρωνικό και Κορινθιακό έως τον Αργολικό κόλπο στα Ν, την Αρκαδία …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • Σαρωνικός — Βαθύς κόλπος μεταξύ της Αττικής και της βορειοανατολικής Πελοποννήσου (Κορινθία, Αργολική χερσόνησος) που κλείνεται από το ακρωτήριο Σούνιο και Δ από το ακρωτήριο Σπαθί ή Σκύλαιον της Αργολικής χερσονήσου. Ο Σαρωνικός είναι αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

  • Αδέρες — Οροσειρά στον νομό Αργολίδος, στο νοτιοανατολικό τμήμα της αργολικής χερσονήσου. Η οροσειρά ενώνεται στα δυτικά με τα όρη Ορθολίθιο και Δίδυμα και στα ανατολικά καταλήγει στο ακρωτήριο Σπαθί ή Σκυλί, το αρχαίο Σκύλλαιον. H ψηλότερη κορυφή έχει… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Λυγκέας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Αφαρητιάδες, γιος του Aφαρέα και της Αρήνας και αδελφός του Ίδα, με τον οποίο αποτελούσε ένα θεϊκό ζευγάρι διδύμων. Ο Παυσανίας αναφέρει (Δ’, 2,5) ότι και οι δύο αδελφοί ζούσαν στην Αρήνη, πόλη της… …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — οι σημαντική αρχαία πόλη στη ΒΑ πλευρά της Αργολικής πεδιάδας, κέντρο πολιτισμού των Αχαιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”